προδιανοηθείς

προδιανοηθείς
προδιανοέομαι
think over before
aor part mp masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προδιανοούμαι — έομαι, Α [διανοοΰμαι] διανοούμαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι εκ τών προτέρων («μηδὲν προδιανοηθείς», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”